προλεπτυνω

προλεπτυνω
    προλεπτύνω
    προ-λεπτύνω
    (ῡ) предварительно делать тощим
    

(τοὺς τράγους Arst.)

    τὰ προλελεπτυσμένα Plat. — утончившиеся частицы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προλεπτυνω" в других словарях:

  • προλεπτύνω — Α 1. λεπτύνω κάτι, καθιστώ κάτι λεπτό εκ τών προτέρων 2. (για ασθένεια) βρίσκομαι σε ύφεση, υποχωρώ …   Dictionary of Greek

  • προλεπτυνθεῖσιν — προλεπτύνω make thin aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτυνθῆναι — προλεπτύνω make thin aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτυνθέντας — προλεπτύνω make thin aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτυνθέντος — προλεπτύνω make thin aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτυνθέντων — προλεπτύνω make thin aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτῦναι — προλεπτύνω make thin aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτύνει — προλεπτύ̱νει , προλεπτύνω make thin aor subj act 3rd sg (epic) προλεπτύ̱νει , προλεπτύνω make thin pres ind mp 2nd sg προλεπτύ̱νει , προλεπτύνω make thin pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτύνουσιν — προλεπτύ̱νουσιν , προλεπτύνω make thin aor subj act 3rd pl (epic) προλεπτύ̱νουσιν , προλεπτύνω make thin pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προλεπτύ̱νουσιν , προλεπτύνω make thin pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτύνοντα — προλεπτύ̱νοντα , προλεπτύνω make thin pres part act neut nom/voc/acc pl προλεπτύ̱νοντα , προλεπτύνω make thin pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλεπτυνάσης — προλεπτῡνά̱σης , προλεπτύνω make thin aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»